πεδιονόμος

πεδιονόμος
πεδιονόμος, ον,
A dwelling in the plain, π. θεοί rural deities, A.Th. 272.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεδιονόμος — ο / πεδιονόμος, ον, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πεδιονόμος ζωολ. γένος μικροσκοπικών πουλιών τής Αυστραλίας που μοιάζουν με ορτύκια και ανήκουν στην τάξη γερανόμορφα αρχ. 1. αυτός που κατοικεί στην πεδιάδα 2. φρ. «πεδιονόμοι θεοί» θεοί τών… …   Dictionary of Greek

  • πεδιονόμοις — πεδιονόμος dwelling in the plain masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”